Ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης στο IANOS MAGAZINE
Του Θανάση Πάνου*
Με αφορμή την νέα του ποιητική ανθολογία με τίτλο «Ουρλιαχτά με σιγαστήρα», συναντήσαμε τον ποιητή, μεταφραστή, συγγραφέα και προσφάτως dj-ανθολόγο, Γιώργο-Ίκαρο Μπαμπασάκη και μιλήσαμε για τα συγγραφικά και μεταφραστικά του απωθημένα, για τα βιβλία και το διάβασμα, για το πρώτο ποίημα που τον ταρακούνησε και για πολλά ακόμα.
Πώς προκύπτουν τα «Ουρλιαχτά με σιγαστήρα»;
Μέσα στον κορωνοϊό, περπάταγα όπως όλοι μας και κάποια στιγμή ενώ ήμουν στο Πεδίο του Άρεως, λίγο μελαγχολικός γιατί ήταν και μια Κυριακή μουντή, χτύπησε το τηλέφωνο κι ήταν ο φίλος μου ο Κωνσταντίνος ο Κορίδης. Μου λέει: «Έχω μια ιδέα. Θέλω μια ανθολογία από εσένα. Μια ανθολογία ποίησης. Εκατό ποιητές, εκατό ποιήματα, αλλά χωρίς φιλολογική σοβαροφάνεια. Θα κάνεις ό,τι θες». Κι επινόησα εγώ τον ρόλο του dj ανθολόγου. Φαντάστηκα ότι είμαι σ' ένα σπίτι, σ' ένα πάρτυ, κι όπως ο dj βάζει μουσική στο πάρτυ, εγώ κερνάω ποιήματα.
Συμβαίνει κάπως έτσι και στην ζωή σου; Στα πάρτυ, στις συναντήσεις, συμβαίνει κάπως έτσι με την ποίηση;
Ναι, μαζευόμαστε και διαβάζουμε, όχι μόνο ποίηση. Έχει τύχει να διαβάσουμε του Παπαγιώργη κομμάτια, κάνουμε τέτοιες αναγνώσεις γενικά. Μαζευόμαστε, πίνουμε το κρασάκι μας και απαγγέλει ο ένας στον άλλο. Και γινόμαστε όλοι djs.
Είναι αυτό το βιβλίο, η ποίηση που σε καθόρισε και σε καθορίζει; Είναι κάτι σαν «ποιητικός απολογισμός»;
Ναι, μπορεί κανείς να το πάρει και να το διαβάσει σαν μυθιστόρημα, που βγαίνω εγώ από μέσα. Γι' αυτό και το έχω χωρίσει σε τρία μέρη: το πρώτο είναι ποιητές -οι περισσότεροι μακαρίτες πια- που με καθόρισαν όταν ήμουν λίγο πιο μικρός· κατόπιν είναι η γενιά του '70 συν τους μεταπολεμικούς όπως ο Στέφανος Ροζάνης, ας πούμε· και το τρίτο μέρος είναι ο κλειστός κύκλος που είναι μόνο φίλοι μου. Άνθρωποι που γνώρισα, που κάναμε παρέα, φάγαμε, ήπιαμε· που ήμασταν φίλοι. Και επαίρομαι που έχω τέτοιους καλούς φίλους.
Ποιο είναι το πρώτο ποίημα που σε ταρακούνησε; Που θυμάσαι τον μικρό Ίκαρο να το διαβάζει και να του αλλάζει τον κόσμο;
Είχε ο πατέρας μου την ανθολογία του Η. Ν. Αποστολίδη (Ανθολογία 1708 – 1952, εκδ. Εστία, 1954). Κι από πιτσιρικάς εγώ την σκάλιζα και μου άρεσε πολύ, ενώ και ο πατέρας μου διάβαζε ποιήματα. Παρ' ότι αξιωματικός, ήταν λόγιος αξιωματικός του ελληνικού στρατού. Είχαμε την ανθολογία δεμένη, πρώτη έκδοση κτλ. Κι εκεί είχε ένα περίεργο, κουφό ποίημα του Άλεκ Σχινά, «Το άνθος» (Αυτό το άνθος δεν πρέπει νάτανε για μας), το οποίο είναι και σαν πεζό, σαν ταινία μικρού μήκους. Λέει ότι αυτό το άνθος το οποίο μας δωρήθηκε, δεν ήτανε για μας, διότι το μασουλήσαμε, το φάγαμε όπως τρώμε τα στραγάλια. Έχει μια καβαφική πεζότητα, αλλά μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση. Και στο καπάκι ήρθε ο Εμπειρίκος. Στις εκδόσεις Πλειάς τότε. Τον είχα ακουστά, πήρα να διαβάσω, κι έπαθα μια έκλαμψη.
Στη σειρά κειμένων Confidential Report, που δημοσιεύεται στο περιοδικό «Χάρτης», γράφεις συχνά την φράση «Ενδιαμέσως, διάβαζα πολύ». Κάποιος μπορεί να φανταστεί ότι ο Ίκαρος διαβάζει μόνο. Ζει και διαβάζει και μέσα από το διάβασμα, ζει. Είναι έτσι;
Δεν διαβάζω μόνο, κάνω κι άλλα πράγματα. Συναντιέμαι με φίλους και γλεντοκοπάω και όλα αυτά. Αλλά το διάβασμα ήταν και είναι ένας σταθεροποιητής. Δηλαδή, ήταν κάτι που ακόμα κι όταν ήμουν χάλια ή σε άσχημες περιόδους, μου σταθεροποιούσε τη μέρα. Και μάλιστα καταγράφω τι βιβλία διαβάζω, με ημερομηνίες κι όλα αυτά. Εάν κάποιο μήνα δεν τα καταγράψω, γράφω «Σκόρπια Δύναμη» από το βιβλίο της Μαρίας Μήτσορα και ότι δεν διάβασα ή διάβασα ανακατεμένα ή ότι δεν διάβασα συστηματικά. Κάθε μέρα ξυπνάω, πρώτα διαβάζω -ένα κόλπο που μου έχει μάθει ο φίλος μου ο Θανάσης ο Μήνας- και μετά ξεκινάω να εργαστώ.
Αισθάνομαι ότι γράφεις για να εξυμνήσεις και να πεις ένα «ευχαριστώ», ένα «σ' αγαπώ» στους φίλους σου, αλλά και σε αυτούς που αγάπησες χωρίς να τους γνωρίσεις.
Μπορείς να πεις ότι γράφω από ευγνωμοσύνη γι' αυτά που μου δόθηκαν. Είναι σαν αντίδωρο το γράψιμό μου. Είτε είναι συγγραφείς τεθνεώτες και άγνωστοι σε εμένα σε προσωπικό επίπεδο, είτε φίλοι που μου δώρισαν αυτή την μαγεία της λογοτεχνίας, αλλά και της φιλοσοφίας. Γιατί μπορεί να πει κανείς ότι διαβάζω περισσότερο φιλοσοφία και θεωρητικά κείμενα, παρά μυθιστορήματα. Οπότε, αισθάνομαι κατά κάποιον τρόπο την ανάγκη να μοντάρω ένα υλικό το οποίο αποκομίζω διαβάζοντας.
Είναι η αυτοβιογραφία σου μέσα από άλλους.
Ναι. Κι επειδή κάνω πολύ παρέα και με εικαστικούς κι έχω διδάξει και στην Καλών Τεχνών στο Μεταπτυχιακό των Ψηφιακών Μορφών Τέχνης, όλος αυτός ο πολυδιάλογος ανάμεσα στην θεωρία, στους φίλους, στα εικαστικά, στην μουσική, στον κινηματογράφο και σε όλες τις μορφές τέχνης δημιουργεί ένα υλικό που διαβάζοντας και γράφοντας μπορώ και το σταθεροποιώ μέσα μου κι αυτό σταθεροποιεί εμένα.
Υπάρχει κάποιος για τον οποίο θα ήθελες πολύ να γράψεις κάτι και δεν το έχεις κάνει ακόμα;
Υπάρχει ένα σχέδιο να κάνω ένα βιβλίο για τον Καρούζο, το οποίο δεν έκανα. Κάποτε, ίσως, το κάνω. Και υπάρχει ένα σχέδιο -να 'μαστε γεροί!- για το οποίο μαζεύω υλικό, ένα βιβλίο για τους Ludwig Wittgenstein, Walter Benjamin και Guy Debord, ως αυτοί που προλόγισαν τον 21ο αιώνα. Γιατί πιστεύω ότι αυτοί οι τρεις έχουν πολλά κοινά σημεία, αν και δεν φαίνεται με την πρώτη ματιά. Και στον τρόπο ζωής τους έχουν πολλά κοινά σημεία – μέσα στην περιπέτεια ανδρώθηκαν και δημιούργησαν – κι ήταν και αιρετικοί σε όλα, ακατάτακτοι σχεδόν. Οπότε, σκέφτομαι να κάνω ένα βιβλίο το οποίο θα είναι θραυσματικό, ένα είδος αρχείου γι' αυτούς τους τρεις.
Η μετάφραση προέκυψε από ανάγκη να προτείνεις ξενόγλωσσα βιβλία που αξίζει να διαβαστούν;
Έτσι ξεκίνησα, κιόλας. Είχαμε μια τρέλα με την beat generation και δεν υπήρχαν βιβλία, τότε. Τα παίρναμε από την Ελληνοαμερικανική Ένωση ή από την «Φωλιά του Βιβλίου» του Θωμά Κακουλίδη και προσπαθούσαμε να τα μεταφράσουμε. Να δούμε πώς ακούγεται στα ελληνικά ο Μπάροουζ ή ο Κέρουακ. Και αυτό με βοήθησε πάρα πολύ κι εμένα και τον φίλο μου τον Γιάννη τον Τζώρτζη, όλη την παρέα, και σιγά σιγά έγινε επάγγελμα. Το ένα βιβλίο έφερε το άλλο. Κι έτσι κατά κάποιο τρόπο ιδρύσαμε -ήμαστε στον αρχικό πυρήνα- των εκδόσεων Ερατώ του Μανώλη του Μανουσάκη. Εκείνος, ο Ευγένιος Αρανίτης κι εγώ συζητούσαμε σ' ένα καφενείο για βιβλία. Εγώ και ο Ευγένιος είχαμε λατρεία με τον Ναμπόκοφ και το πρώτο βιβλίο που μετέφρασα ήταν το «Μια Ρωσίδα Καλλονή». Με χαρτί, μολύβι, γομολάστιχα και ή σε τετράδια ωραία ή σε κόλλες αναφοράς πέρναγα τις μεταφράσεις. Όταν απέκτησα γραφομηχανή, αισθάνθηκα ότι είμαι εργοστάσιο, αισθάνθηκα ότι ήμουν ήρωας – ήρωας του γραπτού λόγου. Ένα καλοκαίρι δεν πήγα πουθενά, καθόμουν και κοπάναγα τα πλήκτρα. Αλλά, ακόμα και τώρα, τα αρχικά στάδια των μεταφράσεων τα κάνω με χαρτί και με μολύβι πρώτα, μέχρι να μπω στον ρυθμό του συγγραφέα. Κάνω έτσι πειράματα και μετά δουλεύω στον υπολογιστή.
Χαρτί – μολύβι ή υπολογιστής; Τι σε βοηθάει περισσότερο;
Χαρτί – μολύβι. Εμένα, με βοηθούσε πάρα πολύ η γραφομηχανή, αλλά χαρτί και μολύβι έχω πάντα μαζί μου. Ό,τι γράφω το γράφω πρώτα εκεί και μετά το μεταφέρω στον υπολογιστή.
Έχεις μεταφραστικά απωθημένα; Κάτι που διακαώς θέλεις να μεταφράσεις και περιμένεις την κατάλληλη ώρα για να το κάνεις;
Βεβαίως! Ευτυχώς, έτυχε και με προτάσεις δικές μου και μέσα από συμπτώσεις, να μεταφράσω Henry Miller, που ήταν συγγραφικό απωθημένο και μου άρεσε πάρα πολύ. Μου αρέσουν γενικά τα βιβλία που δεν έχουν αρχή, μέση και τέλος και που μπορείς να τα διαβάζεις κατά περιόδους και να επανέρχεσαι όποτε θες. Κι έτσι είναι όλα τα βιβλία του Henry Miller. Οπότε, έτυχε και μου πρότεινε ο εξαιρετικός Νώντας Παπαγεωργίου κι έκανα κάμποσο Henry Miller. David Foster Wallace, επίσης έκανα. Μετέφρασα το πρώτο του μυθιστόρημα τη «Σκούπα και το Σύστημα» και τις «Σύντομες Συνεντεύξεις με Απαίσιους Άντρες». Μου είχε προταθεί, γιατί εγώ το είχα προτείνει στο Gutenberg και πήραν τα δικαιώματα, να κάνω το «Infinite Jest». Αλλά είπα, θα το κάνει ο πρώτος διδάξας -χωρίς να ξέρω αν θέλει κιόλας ο άνθρωπος- ο Κώστας ο Καλτσάς, ο οποίος το τελειώνει τώρα. Κι έχω μεγάλο μεταφραστικό απωθημένο τον David Markson, αλλά και το «Κάτω από το ηφαίστειο» του Malcolm Lowry, Έχει τα δικαιώματα η φίλη μου που έχει την Αστάρτη και υπάρχει η μετάφραση αυτή. Κάποια στιγμή θα ήθελα να το κάνω, όμως.
Τα περισσότερα μελλοντικά σου σχέδια μας τα είπες, κατά την διάρκεια της κουβέντας μας. Κάτι που θα ήθελες να προσθέσεις ;
Ότι βγάζω τρία βιβλία μαζεμένα - σαν τον Neil Young έχω καταντήσει! Το ένα είναι μια ποιητική συλλογή που λέγεται «Ωδή Κυψέλης» και είναι πεζά ποιήματα με μπάρες φτιαγμένα, κάτι σαν μίνι μυθιστόρημα. Είναι για την Κυψέλη και δυο μακαρίτες φίλους, μια μίνι ποιητική συλλογή με εικόνες του Κώστα Τσώλη, του φίλου μου του ζωγράφου. Του διάβαζα εγώ τα ποιήματα δυνατά και ο Κώστας έφτιαχνε κολάζ και ζωγράφιζε εκείνη την ώρα. Το άλλο λέγεται «Αφαία Ύλη/ Κοσμογονία» και είναι η παρτιτούρα μιας περφόρμανς που δεν έγινε λόγω κορωνοϊού. Ήταν να γίνει στην Αίγινα, μου έμεινε εμένα το κείμενο και το δούλεψα. Είναι ένα είδος χιουμοριστικής και ερωτικής κοσμογονίας και θα βγει από τις εκδόσεις Bibliothèque. Και το τρίτο που τώρα το διορθώνει η Αρετή Μπουκάλα, είναι το μυθιστόρημα που δημοσίευσα στον «Χάρτη» τα τρία τελευταία χρόνια, με τίτλο «Γιατί οι νεκροφόρες δεν έχουν κοτσαδόρο» που θα κυκλοφορήσει από τις Εκδόσεις Νήσος. Επίσης, γράφω τώρα ένα μυθιστόρημα που θα λέγεται «Ιδρυτική Συνθήκη» κι έχω ήδη δημοσιεύσει οχτώ κεφάλαια στον «Χάρτη».
Τα μυθιστορήματα που δημοσιεύονται σε συνέχειες δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου πλέον. Είναι μια διαφορετική συνθήκη, μια δοκιμασία;
Κατ' αρχάς είναι μια πολύ ωραία πειθαρχία. Όταν το ξεκίνησα αυτό, το είχα προτείνει στον φίλο μου τον Στάθη τον Τσαγκαρουσιάνο και το κάναμε στην Lifo την ηλεκρονική - κι ήταν κάθε μέρα. Δηλαδή, ξυπνούσα εφτά η ώρα το πρωί, έκανα πέντε χιλιόμετρα περπάτημα και μετά καθόμουνα κι έγραφα, το έστελνα και δημοσιευόταν. Έτσι βγήκε το «Πάρκο» από τις Εκδόσεις Εστία. Είναι σχεδόν όλο δημοσιευμένο στη Lifo. Μετά το έκανα στην εφημερίδα «Έθνος» που ήταν κάθε Κυριακή και τώρα στον «Χάρτη», συν ένα που τρέχει στο «Φρέαρ» που είναι ιστορίες αλλόκοτων απατεώνων, κομπιναδόρων, περίεργων τύπων. Κι αυτό τελειώνει σε λίγο. Θα είναι δεκαοχτώ τα κεφάλαια εκεί και μου μένουν άλλες δύο συνέχειες.
Ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1960. Είναι ποιητής, μεταφραστής και συγγραφέας. Σπούδασε οικονομικά στην Ανωτάτη Βιομηχανική Σχολή Πειραιώς, κινηματογράφο στη Σχολή Σταυράκου, και φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Bielefeld, στη Γερμανία. Συνεργάστηκε με την εφημερίδα Ελευθεροτυπία για δέκα χρόνια, ενώ διατήρησε τη Στἠλη του Βιβλίου στα free-press Lifo και City Press. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, άρχισε να ζει ελεύθερα και όχι δίχως περιπέτειες στην Αθήνα, να γράφει σε έντυπα, όπως το Ιδεοδρόμιο του Λεωνίδα Χρηστάκη, η Χιονάτη του Βαγγέλη Κοτρώνη, η Οδός Πανός, ο Ήχος, το Κάππα, η Λέξη, η Πολιορκία, το Δέντρο, και να συνθέτει ποιήματα και πεζογραφήματα. Ο τρόπος ζωής του τον οδήγησε στη συστηματική μελέτη των λεγόμενων «ιστορικών πρωτοποριών» (Φουτουρισμός, Dada, Υπερρεαλισμός), των Beat ποιητών και συγγραφέων, καθώς και του ρεύματος για την «υπέρβαση και την πραγμάτωση της Τέχνης» (Cobra, Λεττριστές, Καταστασιακοί). Καρπός αυτών των αναζητήσεών του είναι τα πολυσυζητημένα του βιβλία για τον William S. Burroughs, για την Internationale Situationniste, για τον Guy Debord, για τον Μάη του ’68. Εργάστηκε στην ελληνική ραδιοφωνία (Δεύτερο Πρόγραμμα, ΕΡΑ 4, Εν Λευκώ, Στο Κόκκινο, Κανάλι 1, και 24/7). Ίδρυσε και διηύθυνε την επιθεώρηση Propaganda και το Εγχείρημα Κορέκτ όπου δημοσιεύτηκαν κρίσιμα κείμενα για την πολιτική και την κουλτούρα των καιρών μας. Πολυπράγμων και πάντα ανήσυχος, δεν έπαψε να προτιμά τις συλλογικές δραστηριότητες, να βρίσκει συνενόχους στο παιχνίδι της ζωής και στη ζωή του παιχνιδιού, να επιζητεί διαρκώς την περιπέτεια της ποίησης και την ποίηση της περιπέτειας. Οι εμπειρίες του τον ώθησαν στη σύνθεση αυτοβιογραφικών κειμένων, όπου συνδυάζεται αρμονικά μια εμπρηστική λογοτεχνικότητα με έναν μεστό δοκιμιακό λόγο. Όπως λέει συχνά, δρα και γράφει «με καρδιά από φλόγα και με μυαλό από πάγο». Από τις εκδόσεις Εστία κυκλοφορεί το έργο του Τριλογία του Χάους (Διασυρμός, Αγάπη/Love, Πάρκο), και από τις εκδόσεις νήσος το μυθιστόρημά του Η Κοκό στην Κοπεγχάγη. Στη Βραχεία Λίστα για το Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης 2018 (George Saunders, Λήθη και Λίνκολν, εκδ. Ίκαρος). Στη Βραχεία Λίστα για το Κρατικό Βραβείο Μαρτυρίας 2021 (Η Κοκό στην Κοπεγχάγη, εκδ. νήσος). Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
Φωτογραφία: Νίκη Παγιατάκη
*IANOS Social Media Manager
Login and Registration Form
Σύνδεση
Εάν είσαι ήδη εγγεγραμμένος χρήστης, παρακαλούμε συνδέσου εδώ.
Δεν έχεις λογαριασμό;